πρεσβείαν

πρεσβείαν
πρεσβείᾱν , πρεσβεία
age
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • мольба — МОЛЬБ|А (170), Ы с. 1. Мольба, просьба; прошение: Милѹ˫а же ѹбогы˫а съ б҃лгословленьѥмь приѧтъ будеть i мольба ѥго до облакъ доидеть. (ἡ δέησις) Изб 1076, 144 об.; ѹнѥ ѥсть мольбою того молити. да бы възвратилъ брата си || въ область свою. ЖФП… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • προδικία — ἡ, Α [πρόδικος] 1. το δικαίωμα ή το προνόμιο τού να δικαστεί κανείς πριν από κάποιον άλλο («δεδόχθαι τοῑς ἱερομνήμοσι, Σατύρωι καὶ Τεισάνδρωι καὶ Φαινίωνι δοῡναι προδικίαν καὶ ἀσφάλειαν καὶ επιτιμίαν», επιγρ.) 2. το προνόμιο ή το αξίωμα τού… …   Dictionary of Greek

  • ρητορεύω — ῥητορεύω ΝΑ [ῥήτωρ, ορος] είμαι ρήτορας, εκφωνώ δημόσια λόγο νεοελλ. είμαι εύγλωττος, έχω το χάρισμα τού λέγειν αρχ. 1. (μτβ.) προσφωνώ κάποιον («τὴν απεσταλμένην πρεσβείαν αὐτῷ ἐρρητόρευε», Λουκιαν.) 2. παθ. ῥητορεύομαι (για λόγο) εκφωνούμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”